Sunday, May 30, 2010

Χρεωκοπία

Πώς έχουμε μεγαλώσει οι τριαντάρηδες της Αθήνας; Μέσα στις πολυκατοικίες-κουτιά του ονείρου της αντιπαροχής, σε εκείνα τα εξαφανισμένα σήμερα σε αρκετές περιοχές της Αθήνας μπλοκ που εκμεταλλευόντουσαν κάθε εκατοστό του οικοπέδου για να αποδώσουν όσα περισσότερα διαμερίσματα.

Τι εισπράξαμε από αυτή τη διαπαιδαγώγηση των γονιών μας; Ότι το κέρδος είναι το παν. Εμμέσως πλην σαφώς μας πέρασαν το μήνυμα της προτεραιότητας του χρήματος σε σχέση με την ομορφιά. Γιατί η πολυκατοικία όσο και να την καλλωπίζουν οι νεότερες κατασκευές,δε συγκρίνεται με ένα παραδοσιακό σπίτι με την αυλή του,την περικοκλάδα του και τη σοφία της χωροταξίας του (χώρος να ζεις, να παίζουν τα παιδιά, να αναπαύονται οι ηλικιωμένοι).


Το σημερινό στυλ των λοφτς (sic) στις υποβαθμισμένες περιοχές του Γκαζιού, Βοτανικού, Κεραμεικού προβάλουν έναν τρόπο ζωής καθ’όλα αποδεκτό: είναι για εμάς τους τριαντάρηδες που έχουμε λεφτά να ξοδέψουμε στην πόλη, που κινούμαστε ακατάπαυστα και δεν έχουμε χρόνο για μικρολεπτομέρειες(σε κάποια λοφτς υπάρχει και υπηρεσία αγορών από σούπερ μάρκετ και αποστολής στην πόρτα μας).


Αν κοιτάξουμε τι έχουμε ανταλλάξει για τις νέες πολυκατοικίες που χτίζουν και πάλι κάθε εκατοστό του Γκαζιού, δε χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά: ακριβώς απέναντι έχουν επιβιώσει οι λιγοστές μονοκατοικίες ή παλιές λαϊκές κατοικίες. Χώρος να ανασάνεις στην αυλή, επικοινωνία, ουρανός. Το μεγάλο νυχτολούλουδο δίπλα στο κέντρο των Δρόμων Ζωής σκορπά μια μεθυστική μυρωδιά τα βράδια. Να μη μιλήσουμε για τη δροσιά που προσφέρει στην ατμόσφαιρα το πράσινο των αυλών.


Παλιά τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους του Γκαζιού. Εκεί που βρίσκεται σήμερα το μετρό ήταν παλιά παιδότοπος. Τώρα, λίγα χρόνια μετά, η γειτονιά έχει μεταμορφωθεί σε λούνα παρκ των μεγάλων: η διασκέδαση, η δυνατή μουσική, τα αυτοκίνητα που περνούν. Τα παιδιά κλείστηκαν μέσα, η επιθετικότητά τους έχει γίνει αντιληπτή από εμάς τους εθελοντές του κέντρου.


Οι μεγάλοι επέβαλαν με το έτσι θέλω (και την άδεια του Δήμου) το στυλ διασκέδασης που παπαγάλισαν από το βιβλίο του νεοελληνισμού: κάθομαι και πίνω με τις ώρες καφέδες, τρώω και μετά κάνω και μια βόλτα στη γειτονιά των ιθαγενών. Όχι πως δεν υπάρχει σεβασμός στα δικαιώματα των κατοίκων από κάποιους. Απλά, έχω μια απορία: αυτός που θα νοικιάσει ένα διαμέρισμα στις νέες πολυκατοικίες του Γκαζιού, τι περιμένει σαν ποιότητα ζωής; Τη μουσική από το κλαμπ που μπουμπουνίζει από δίπλα; Το μεταμοντέρνο τσιμέντωμα που ανεβάζει το καλοκαίρι τη θερμοκρασία στα ύψη; Ίσως η εγγύτητα με το μουσείο Μπενάκη είναι ένα πλεονέκτημα, αλλά αποτελεί αυτό ποιότητα ζωής;


Πέρυσι ζούσα στη Λευκάδα και για να πάω να πετάξω τα σκουπίδια περνούσα από μονώροφα σπίτια, μία παλιά εκκλησία και τον κήπο της βιβλιοθήκης. Πήγαινα παντού με το ποδήλατο, δεν υπήρχε νέφος, δε χρειαζόταν να ξοδεύεις συνέχεια για να ζεις και να ψυχαγωγείσαι. Ο κόσμος καθόταν στα παγκάκια, συζητούσε, τα παιδιά έπαιζαν εκεί γύρω. Αυτό ήταν ένα καλό μάθημα και βίωμα της ποιότητας ζωής.


Στην Αθήνα αναρωτιέμαι τι μου προσφέρει η μεγάλη πόλη σε αντιστάθμισμα της ασχήμιας της, του κυκλοφοριακού χάους και της ακρίβειας: η αλήθεια είναι ότι γυρίζοντας πέρυσι από την επαρχία, μπορώ να βλέπομαι με τους δικούς μου ανθρώπους. Άλλο αν οι αποστάσεις το καθιστούν δύσκολο. Επίσης μπορούσα να πηγαίνω στα μουσεία ή στα θέατρα και να ψυχαγωγούμαι. Μετά από λίγο κουράστηκα. Είναι γεγονός ότι η μεγάλη πόλη προσφέρει, αλλά με αντάλλαγμα. Υπάρχουν βέβαια και οι δωρεάν εκδηλώσεις, όμως αυτό που κάνεις στη γειτονιά σου και σε ευχαριστεί, με τους δικούς σου ανθρώπους, σε αναπαύει και σε θρέφει. Τα άλλα δεν μπορούν να γίνονται καθημερινά, μπορούν; Πόσο μπορεί να τρέχει κανείς σε εκδηλώσεις, κάποτε θέλει κάτι πιο απλό, καθημερινό και ξεκούραστο.


Αυτό το τελευταίο βέβαια που έχουμε εξοβελίσει απ’ τη ζωή μας, γυρίζει τώρα αναγκαστικά με την κρίση. Αλλά είμαστε εκπαιδευμένοι για τα απλά και δημιουργικά και μπορούμε να τα κάνουμε στη γειτονιά μας; Μπορούμε όλοι να κάνουμε μια βόλτα με ποδήλατο; Έχουμε μια πρασιά να κάτσουμε και πιούμε ένα καφεδάκι; Τα παιδιά μας έχουν να βγουν να παίξουν χωρίς να τα πάμε σε παιδότοπο ή στο αλλού φαν παρκ; Τα ρεπορτάζ ακρίβειας στις παραλίες με κάνουν και απορώ: δεν μπορείτε να φτιάξετε καφέ και σαντουϊτσάκια απ’το σπίτι, και την ομπρέλα σας και να στρωθείτε στην άμμο, από το να νοικιάσετε ομπρέλα και ξαπλώστρες;


Η πνευματική, ηθική και αισθητική χρεωκοπία έχουν προηγηθεί. Και όχι, δεν βάζω τους πάντες στο ίδιο καλάθι. Απλά προβληματίζομαι και αναρωτιέμαι γιατί να δεχόμαστε να τρώμε πάνω στα πεζοδρόμια των γκλαμουράτων ρεστοράν, ενώ δίπλα μας περνούν τα αυτοκίνητα κι ενώ μάνες με καρότσια στριμώχνονται για να περάσουν. Γύρω σκουπίδια, γκράφιτι στους τοίχους (άσχημα, όχι ωραία!). Στο μπαρ το βράδυ οι τοίχοι φιλοξενούν μεγάλες φωτογραφίες με δολοφονημένες γυναίκες, ενώ κατά τις 11 μ.μ. μπαίνει μέσα και ζητιανεύει ένα κοριτσάκι. Όλα αυτά συμβαίνουν στον πλανήτη Γκάζι. Και με κάνουν να ντρέπομαι για τη χρεωκοπία μας.


Τα άνω Πετράλωνα είναι ένα παράδειγμα ανθρώπινης γειτονιάς της Αθήνας, με χαμηλή δόμηση, ταβερνάκια και πολιτιστική δράση. Είναι επίσης μια γειτονιά που αντιστέκεται στο βαρβαρισμό της γκλαμουροποίησης. Το Γκάζι δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη μετατροπή του σε λούνα παρκ ενηλίκων, παρ’όλο που οι κάτοικοί του έχουν κάνει διαμαρτυρίες. Οι επισκέπτες όμως της περιοχές οφείλουν να ξέρουν και το σημαντικότερο να επιλέγουν. Έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε ό,τι μας πλασάρουν ,γιατί όμως; Όπως δε θα δεχόμασταν δίπλα στο σπίτι μας να ανοίξει ένα κλαμπ που μπουμπουνίζει μέσα στη νύχτα και μας στερεί τον ύπνο μας, έτσι θα έπρεπε να αποφεύγουμε αντίστοιχες καταστάσεις στις γειτονιές των άλλων.


Όταν βαρεθούμε το Γκάζι και αποφασίσουμε να κάνουμε οικογένεια, θα αποτραβηχτούμε στα περίχωρα της Αθήνας, που ήδη απλώνεται αχόρταγα προς τα ανατολικά, για να ζήσουμε μια ‘ανθρώπινη’ ζωή. Πίσω θα έχουμε αφήσει ένα νέο χάος ασχήμιας και υποβάθμισης. Και δε θα έχουμε να κατηγορήσουμε γι’αυτό τους γονείς μας που άλλαξαν μια ζωή στην αγροτική επαρχία με το όνειρο του διαμερίσματος, αλλά μόνο τους εαυτούς μας που χαλαρώσαμε τόσο, ώστε να δεχτούμε να μας πλάσουν στη φόρμα του καταναλωτή. Και τώρα χωρίς λεφτά, η γενιά των 700 ευρώ έχει στραφεί να θεοποιήσει αυτό που της δόθηκε: το βιομηχανικό, το βρώμικο και το άσχημο. Όχι όμως ομορφαίνοντάς το, αλλά με το να ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση και να ζούμε δίπλα στα σκουπίδια. Αυτή είναι η αληθινή χρεοκοπία μας.